περιπατητικῶς

περιπατητικῶς
περιπατητικός
of walking
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιπατητικός — ή, ό / περιπατητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιπατητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περίπατο ή στον περιπατητή («περιπατητικὴ δύναμις», Αλέξ.) 2. αυτός που έχει τη συνήθεια να περπατά 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική Σχολή τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”